- τεμπελιά
- η лень, леность;
με πιάνει τεμπελιά — лениться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
με πιάνει τεμπελιά — лениться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεμπελιά — η, Ν [τεμπέλης] οκνηρία, φυγοπονία, νωθρότητα … Dictionary of Greek
τεμπελιά — η νωθρότητα, οκνηρία, απροκοπιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άεργος — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… … Dictionary of Greek
Καμαράνο, Μικέλε — (Michele Cammarano, Νάπολη 1835 – 1920). Ιταλός ζωγράφος. Με τη συνεργασία και άλλων ζωγράφων δημιούργησε ιστορικούς πίνακες μεγάλου μεγέθους, όπως το έργο Οι σφαγές της Αλταμούρα (1863), που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Αργότερα ασχολήθηκε με πιο… … Dictionary of Greek
αβαρεσιά — ἀβαρεσιά, η φιλοπονία, προθυμία για εργασία, ακαταπόνητη δραστηριότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + βαρεσιά (= τεμπελιά)] … Dictionary of Greek
αδουλεψιά — η [δούλεψη] 1. έλλειψη εργασίας, ανεργία 2. αποχή από την εργασία, τεμπελιά, οκνηρία 3. (για αγρούς) έλλειψη καλλιέργειας ή κακή καλλιέργεια … Dictionary of Greek
αεργία — η (Α ἀεργία, ιων. τύπος ίη) [ἀεργός] αποχή από την εργασία λόγω οκνηρίας, τεμπελιά, νωθρότητα, φυγοπονία αρχ. (για αγρούς) το να παραμένει ακαλλιέργητος, χέρσος … Dictionary of Greek
αεργός — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… … Dictionary of Greek
ακαμασιά — και ακαματιά, η [ακαμάτης] η τεμπελιά, οκνηρία, απραξία «σημάδι ακαμασιάς το κομπολόι» (Λασκαρ. Λήξ. 253) παροιμ. «ακαμασιά, σπιτιού ξεθεμελιώστρα», «ακαμασιά, Θεού κατάρα» … Dictionary of Greek
ακαμωσιά — η [ακάμωτος] 1. το να είναι κάτι ακάμωτο, μισοτελειωμένο 2. η αργία, η τεμπελιά 3. μέρος τού χωραφιού που μένει ακαμάτευτο, που δεν τό οργώνουν … Dictionary of Greek
αμελιά — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1922. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 13,7, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 9,5. O … Dictionary of Greek